- κωλυσιεργώ
- (ε) αμετ.1) устраивать обструкцию, стремиться сорвать какое-л. дело; 2) чинить препятствия; ставить палки в колёса (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κωλυσιεργώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κωλυσιεργώ — (Α κωλυσιεργῶ, έω) [κωλυσιεργός] νεοελλ. 1. παρεμβάλλω εμπόδια στην εξέλιξη τών εργασιών συνελεύσεως, βουλής ή άλλου σώματος 2. παρακωλύω τη συντέλεση ενός έργου αρχ. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
κωλυσιεργώ — παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω την κανονική εξέλιξη των εργασιών συνεδρίου, βουλής κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωλυσιεργία — η [κωλυσιεργώ] 1. παρεμβολή εμποδίων στη συντέλεση ενός έργου ή μιας διαδικασίας ή στη διακπεραίωση μιας υπόθεσης 2. σκόπιμη παρεμπόδιση τών εργασιών επιτροπής, συνεδρίου, βουλής ή άλλου σώματος ώστε να μη ληφθούν αποφάσεις ή να καθυστερήσει η… … Dictionary of Greek